δέκα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέκα < αρχαία ελληνική δέκα
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
δέκα άκλιτο
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- σχολικός βαθμός· στο δημοτικό σχολείο είναι το άριστα, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι η βάση.
- ένα από τα χαρτιά της τράπουλας.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δέκα