↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαπλός η δεκαπλή το δεκαπλό
      γενική του δεκαπλού της δεκαπλής του δεκαπλού
    αιτιατική τον δεκαπλό τη δεκαπλή το δεκαπλό
     κλητική δεκαπλέ δεκαπλή δεκαπλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαπλοί οι δεκαπλές τα δεκαπλά
      γενική των δεκαπλών των δεκαπλών των δεκαπλών
    αιτιατική τους δεκαπλούς τις δεκαπλές τα δεκαπλά
     κλητική δεκαπλοί δεκαπλές δεκαπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαπλός < αρχαία ελληνική δεκαπλοῦς, μορφολογικά αναλύεται δεκα- + -πλός

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκαπλός, -ή, -ό

  1. (πολλαπλασιαστικό αριθμητικό)
    1. που αποτελείται από δέκα όμοια τμήματα ή φάσεις
    2. που εμφανίζεται με δέκα διαφορετικές μορφές
  2. δεκαπλάσιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία