δεκάλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δεκάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκάλεπτος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeˈka.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κά‐λε‐πτο