λεπτό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεπτό | τα | λεπτά |
γενική | του | λεπτού | των | λεπτών |
αιτιατική | το | λεπτό | τα | λεπτά |
κλητική | λεπτό | λεπτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λεπτό < ελληνιστική κοινή λεπτόν < αρχαία ελληνική λεπτός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λεπτό ουδέτερο
- υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης του χρόνου ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας
- υποδιαίρεση νομίσματος ίση με το ένα εκατοστό, αρχικά, της δραχμής και, στη συνέχεια, του ευρώ
- υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης της γωνίας του κύκλου ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (δώσε μου/κάτσε) μισό/ένα/δύο λεπτάκι(α)/λεπτό(α): (δώσε μου/κάτσε) μια στιγμή, περίμενε λιγάκι
- δώσε μου τρία/τέσσερα/κλπ. λεπτάκι(α)/λεπτό(α): περίμενε τρία/τέσσερα/κλπ. λεπτά
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
1/60 της ώρας
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
λεπτό