ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λεπτόν τὰ λεπτᾰ́
      γενική τοῦ λεπτοῦ τῶν λεπτῶν
      δοτική τῷ λεπτ τοῖς λεπτοῖς
    αιτιατική τὸ λεπτόν τὰ λεπτᾰ́
     κλητική ! λεπτόν λεπτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτώ
γεν-δοτ τοῖν  λεπτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτόν (ελληνιστική κοινή): ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική λεπτός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεπτόν, -οῦ ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (νόμισμα) νόμσιμα πολύ μικρής αξίας, όπως το ένα έκτο (1/6) της δραχμής
  2. (γεωμετρία, μονάδα μέτρησης γωνιών) το ενα εξηκοστό (1/60) της μοίρας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

λεπτόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λεπτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λεπτός