Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
centime centimes

centime (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το λεπτό, το ένα εκατοστό του φράγκου
  2. το λεπτό, το σεντ (ένα εκατοστό) του ευρώ