↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φράγκο τα φράγκα
      γενική του φράγκου των φράγκων
    αιτιατική το φράγκο τα φράγκα
     κλητική φράγκο φράγκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φράγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική franco < γαλλική franc μέση γαλλική franc < παλαιά γαλλική franc < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- / *prAgn- ‎(στύλος, κοτσάνι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾaŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρά‐γκο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Κέρματα των 5 ελβετικών φράγκων

φράγκο ουδέτερο

  1. (οικονομία) το νόμισμα της Ελβετίας
  2. (οικονομία, παρωχημένο) το νόμισμα του Βελγίου, της Γαλλίας πριν να περάσουν στο ευρώ, καθώς και άλλων κρατών ή αποικιών
  3. (οικονομία, γενικότερα) τα λεφτά
    ※  ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων Ιατρικά θέματα 68, 2015, σελ. 31-34 [1])
  4. (οικονομία, παρωχημένο, προφορικό) η δραχμή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία