↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φράγκος οι Φράγκοι
      γενική του Φράγκου των Φράγκων
    αιτιατική τον Φράγκο τους Φράγκους
     κλητική Φράγκε Φράγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φράγκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Φράγκος < ιταλική Franco < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- / *prAgn- ‎(στύλος, κοτσάνι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾaŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φρά‐γκος
παλιότερος συλλαβισμός: Φράγ‐κος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φράγκος αρσενικό

  1. (ιστορία) στο θηλυκό Φράγκισσα
    1. οι Φράγκοι, γερμανικό φύλο που εγκαταστάθηκε στη δυτική Ευρώπη κατά τον 5ο και 6ο αιώνα
    2. (παρωχημένο):
      1. (γενικότερα) κάτοικος της Δυτικής Ευρώπης (της «Φραγκιάς»)
      2. (ειδικότερα) καθολικός ή προτεστάντης
    → δείτε τη λέξη Φράγγος
  2. ανδρικό επώνυμο, στο θηλυκό Φράγκου

Μεταγραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία