φραγκοράφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφραγκοράφτης αρσενικό (θηλυκό φραγκοράφτρα)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αυτός που ράβει (ανδρικά κυρίως) ρούχα σε δυτικοευρωπαϊκό στιλ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- ελληνοράφτης που ράβει ελληνικές φορεσιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραγκοράφτης
|