Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελληνοράφτης οι ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
      γενική του ελληνοράφτη των ελληνοραφτών, ελληνοράφτηδων
ελληνοραφτάδων
    αιτιατική τον ελληνοράφτη τους ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
     κλητική ελληνοράφτη ελληνοράφτες, ελληνοράφτηδες
ελληνοραφτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοράφτης < ελληνο- + ράφτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελληνοράφτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία