Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελληνοράπτης οι ελληνοράπτες, ελληνοράπτηδες
ελληνοραπτάδες
      γενική του ελληνοράπτη των ελληνοραπτών, ελληνοράπτηδων
ελληνοραπτάδων
    αιτιατική τον ελληνοράπτη τους ελληνοράπτες, ελληνοράπτηδες
ελληνοραπτάδες
     κλητική ελληνοράπτη ελληνοράπτες, ελληνοράπτηδες
ελληνοραπτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοράπτης < ελληνο- + ράπτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.li.noˈɾa.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λη‐νο‐ρά‐πτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελληνοράπτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία