↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσοράπτης οι χρυσοράπτες, χρυσοράπτηδες
χρυσοραπτάδες
      γενική του χρυσοράπτη των χρυσοραπτών, χρυσοράπτηδων
χρυσοραπτάδων
    αιτιατική τον χρυσοράπτη τους χρυσοράπτες, χρυσοράπτηδες
χρυσοραπτάδες
     κλητική χρυσοράπτη χρυσοράπτες, χρυσοράπτηδες
χρυσοραπτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοράπτης < χρυσο- + ράπτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσοράπτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) άλλη γραφή του χρυσοράφτης
    ※  Η τέχνη του χρυσοράπτη περιελάμβανε ράψιμο, κέντημα (κάρφωμα) και σχηματισμό των διακοσμητικών σχεδίων με τα επιραμμένα στο ύφασμα (μεταξωτό, βελούδο, μάλλινο) χρησογάιτανα ή ασημογάιτανα, σειρογάιτανα (μεταξωτά), ουτράδες (βαμβακερά) και τεχρίλια (μάλλινα). Ο χρυσοράπτης με τα επιραμμένα γαϊτάνια σχημάτιζε τα διακοσμητικά θέματα (συμπλέγματα από ρόδακες, δικέφαλους αετούς, πουλιά, ανθέμια, λουλούδια και γεωμετρικά σχήματα). (Μαρία Λαδά-Μινωτού, Νεοελληνική Κεντητική, Ελληνικά Κεντήματα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία