↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρυσορράπτης οι χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
χρυσορραπτάδες
      γενική του χρυσορράπτη των χρυσορραπτών, χρυσορράπτηδων
χρυσορραπτάδων
    αιτιατική τον χρυσορράπτη τους χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
χρυσορραπτάδες
     κλητική χρυσορράπτη χρυσορράπτες, χρυσορράπτηδες
χρυσορραπτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσορράπτης < χρυσο- + ράπτης με ρρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσορράπτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) άλλη γραφή του χρυσοράφτης
    ※  τέτοια σωτήρια επαγγέλματα ήσαν τον 11ο αι. και παραμένουν ή αναβιώνουν: καλόγερος, χρυσορράπτης, τσαγκάρης, φούρναρης κ.ά. (Θυμοσοφίες για το παρελθόν και το μέλλον, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/11/2008 [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία