τερζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τερζής | οι | τερζήδες |
γενική | του | τερζή | των | τερζήδων |
αιτιατική | τον | τερζή | τους | τερζήδες |
κλητική | τερζή | τερζήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τερζής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ترزی (terzi, ράφτης), στην τουρκική γλώσσα terzi < περσική درزی (darzi). Η λέξη αναφερόταν σε ράφτες αποκλειστικά ελληνικών φορεσιών (συνώνυμο: ἑλληνορράπτης) και όχι των φράγκικων (ευρωπαϊκού στυλ).[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teɾˈzis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τερ‐ζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερζής αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τερζίμπασης
- επώνυμα: → δείτε Τερζής
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερζής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .