φραγκοσταφυλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκοσταφυλιά | οι | φραγκοσταφυλιές |
γενική | της | φραγκοσταφυλιάς | των | φραγκοσταφυλιών |
αιτιατική | τη | φραγκοσταφυλιά | τις | φραγκοσταφυλιές |
κλητική | φραγκοσταφυλιά | φραγκοσταφυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραγκοσταφυλιά < φραγκοστάφυλο + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραγκοσταφυλιά θηλυκό
- φυλλοβόλος θάμνος που βγάζει τα φραγκοστάφυλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραγκοσταφυλιά