Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φραγκοστάφυλο τα φραγκοστάφυλα
      γενική του φραγκοστάφυλου των φραγκοστάφυλων
    αιτιατική το φραγκοστάφυλο τα φραγκοστάφυλα
     κλητική φραγκοστάφυλο φραγκοστάφυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραγκοστάφυλο < φραγκο- (ξένο, όχι ντόπιο) + σταφύλ(ι) + -ο
 
Ένα πιάτο με φραγκοστάφυλα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραγκοστάφυλο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός του φυτού φραγκοσταφυλιά του γένους Ribus
    μου αρέσει η ξινή γεύση του φραγκοστάφυλου
  2. ο χυμός του φρούτου αυτού

  Μεταφράσεις επεξεργασία