Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

groseille (fr)

  1. (φρούτο) φραγκοστάφυλο
  2. (κατ’ επέκταση, χρώμα) έντονο σκούρο ροζ χρώμα

  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
groseille groseille

groseille (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • που έχει έντονο σκούρο ροζ χρώμα

Συγγενικά

επεξεργασία