σταφύλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταφύλι | τα | σταφύλια |
γενική | του | σταφυλιού | των | σταφυλιών |
αιτιατική | το | σταφύλι | τα | σταφύλια |
κλητική | σταφύλι | σταφύλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταφύλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταφύλιον < αρχαία ελληνική σταφυλή + (κατάληξη υποκοριστικού) -ιον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταφύλι ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός του αμπελιού
- (γλυκό) σταφύλι γλυκό του κουταλιού
Παροιμίες επεξεργασία
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- αλευροστάφυλο
- αμπελοστάφυλο
- αποστάφυλο
- κρασοστάφυλο
- σταφυλέλαιο
- σταφυλόκοκκος
- σταφυλοκόφινο
- σταφυλόρωγα
- φραγκοστάφυλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σταφύλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταφύλι
|