raisin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαraisin (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
raisin | raisins |
raisin (fr) αρσενικό
raisin (en)
ενικός | πληθυντικός |
raisin | raisins |
raisin (fr) αρσενικό