uva
Ισπανικά (es) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
uva (es) (ούβα) θηλυκό
Λατινικά (la) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- uva < → λείπει η ετυμολογία Πιθανώς από το ug-va, συγγενές με την (αρχαία ελληνική ) ὑγρός ή ὑγιής
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
uva (la) θηλυκό
κλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uva | uvae |
γενική | uvae | uvārum |
δοτική | uvae | uvīs |
αιτιατική | uvam | uvās |
κλητική | uva | uvae |
αφαιρετική | uvā | uvīs |