uva
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαuva (es) (ούβα) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
uva | uve |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαuva (it) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- uva - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- uva < → λείπει η ετυμολογία Πιθανώς από το ug-va, συγγενές με την (αρχαία ελληνική) ὑγρός ή ὑγιής
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαuva (la) θηλυκό
κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uva | uvae |
γενική | uvae | uvārum |
δοτική | uvae | uvīs |
αιτιατική | uvam | uvās |
κλητική | uva | uvae |
αφαιρετική | uvā | uvīs |