κρασοστάφυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρασοστάφυλο ουδέτερο
- σταφύλι που προορίζεται για κρασί και μεταφέρεται, συνήθως με σταφυλοκόφινα, σε πατητήρια ή λινούδες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρασοστάφυλο
|