αποστάφυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποστάφυλο ουδέτερο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Συνήθως απαντά ο πληθυντικός: αποστάφυλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστάφυλο
→ δείτε τη λέξη αποτρύγι |
αποστάφυλο ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη αποτρύγι |