↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποστάφυλο τα αποστάφυλα
      γενική του αποστάφυλου των αποστάφυλων
    αιτιατική το αποστάφυλο τα αποστάφυλα
     κλητική αποστάφυλο αποστάφυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστάφυλο < απο- + σταφύλι + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποστάφυλο ουδέτερο

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία