αποτρύγι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποτρύγι | τα | αποτρύγια |
γενική | του | αποτρυγιού | των | αποτρυγιών |
αιτιατική | το | αποτρύγι | τα | αποτρύγια |
κλητική | αποτρύγι | αποτρύγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποτρύγι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: αποτρύγια) τα υπολείμματα των σταφυλιών που μένουν στο αμπέλι μετά από τον τρύγο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτρύγι
|