↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταφυλικός η σταφυλική το σταφυλικό
      γενική του σταφυλικού της σταφυλικής του σταφυλικού
    αιτιατική τον σταφυλικό τη σταφυλική το σταφυλικό
     κλητική σταφυλικέ σταφυλική σταφυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταφυλικοί οι σταφυλικές τα σταφυλικά
      γενική των σταφυλικών των σταφυλικών των σταφυλικών
    αιτιατική τους σταφυλικούς τις σταφυλικές τα σταφυλικά
     κλητική σταφυλικοί σταφυλικές σταφυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφυλικός < σταφύλ(ι) (αρχαία ελληνική σταφυλή) + -ικός [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.fi.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐φυ‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταφυλικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το σταφύλι
    ⮡  σταφυλική παραγωγή (η παραγωγή σταφυλιών)
  2. (φωνητική) που προφέρεται με τη σταφυλή
    ⮡  το γαλλικόrείναι σταφυλικό παλλόμενο σύμφωνο που προφέρεται [ʁ] ( )
    ⮡  στα ελληνικά, δεν έχουμε σταφυλικά σύμφωνα
    → δείτε  uvular consonant στην αγγλική Βικιπαίδεια  
  3. (χημεία) που αφορά χημικές ουσίες που παράγονται κατά τη διαδικασία της οινοποίησης
    → δείτε τη λέξη ρακεμικός
    ⮡  σταφυλικό οξύ, σταφυλική αλκοόλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία