σταφυλικός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σταφυλικός < σταφύλ(ι) (αρχαία ελληνική σταφυλή) + -ικός [1]
- για τον όρο της χημείας < σταφύλ(ι) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική racémique < λατινική racēmus (τσαμπί σταφυλιού)
- για τον όρο της φωνητικής < σταφυλ(ή) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική uvulaire < λατινική ūvula, υποκοριστικό του λατινική ūva (σταφύλι)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.fi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐φυ‐λι‐κός
Επίθετο Επεξεργασία
σταφυλικός, -ή, -ό
- σχετικός με το σταφύλι
- ↪ σταφυλική παραγωγή (η παραγωγή σταφυλιών)
- (φωνητική) που προφέρεται με τη σταφυλή
- ↪ το γαλλικό ⟨r⟩ είναι σταφυλικό παλλόμενο σύμφωνο που προφέρεται [ʁ] ( )
- ↪ στα ελληνικά, δεν έχουμε σταφυλικά σύμφωνα
- → δείτε uvular consonant στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (χημεία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- ↪ σταφυλικό οξύ, σταφυλική αλκοόλη
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ σταφυλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.