Δείτε επίσης: σταφύλι, σταφύλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφυλή οι σταφυλές
      γενική της σταφυλής των σταφυλών
    αιτιατική τη σταφυλή τις σταφυλές
     κλητική σταφυλή σταφυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σταφυλή[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταφυλή θηλυκό

  • (ανατομία) η πριν τον φάρυγγα ραγοειδής προεκβολή

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σταφυλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σταφυλήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταφυλή αἱ σταφυλαί
      γενική τῆς σταφυλῆς τῶν σταφυλῶν
      δοτική τῇ σταφυλ ταῖς σταφυλαῖς
    αιτιατική τὴν σταφυλήν τὰς σταφυλᾱ́ς
     κλητική ! σταφυλή σταφυλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταφυλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σταφυλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


σταφυλή, -ῆς θηλυκό