γίγαρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γίγαρτο | τα | γίγαρτα |
γενική | του | γίγαρτου | των | γίγαρτων |
αιτιατική | το | γίγαρτο | τα | γίγαρτα |
κλητική | γίγαρτο | γίγαρτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γίγαρτο < αρχαία ελληνική γίγαρτον < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γίγαρτο ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) το κουκούτσι του σταφυλιού
Πηγές επεξεργασία
- γίγαρτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γίγαρτο
|
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.