Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γίγαρτον τὰ γίγαρτ
      γενική τοῦ γιγάρτου τῶν γιγάρτων
      δοτική τῷ γιγάρτ τοῖς γιγάρτοις
    αιτιατική τὸ γίγαρτον τὰ γίγαρτ
     κλητική ! γίγαρτον γίγαρτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γιγάρτω
γεν-δοτ τοῖν  γιγάρτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γίγαρτον < (ίσως) προελληνική[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γγαρτον ουδέτερο

  1. το κουκούτσι του σταφυλιού
  2. (στον πληθυντικό: γίγαρτα) τα σταφύλια

  Πηγές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.