γίγαρτον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γίγαρτον | τὰ | γίγαρτᾰ |
γενική | τοῦ | γιγάρτου | τῶν | γιγάρτων |
δοτική | τῷ | γιγάρτῳ | τοῖς | γιγάρτοις |
αιτιατική | τὸ | γίγαρτον | τὰ | γίγαρτᾰ |
κλητική ὦ! | γίγαρτον | γίγαρτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γιγάρτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γιγάρτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γίγαρτον < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γῐγαρτον ουδέτερο
- το κουκούτσι του σταφυλιού
- (στον πληθυντικό: γίγαρτα) τα σταφύλια
Πηγές
επεξεργασία
- γίγαρτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.