διφραγκάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διφραγκάκι | τα | διφραγκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διφραγκάκι | τα | διφραγκάκια |
κλητική | διφραγκάκι | διφραγκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διφραγκάκι < δίφραγκ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιφραγκάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του δίφραγκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διφραγκάκι
|