φραγκοδίφραγκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φραγκοδίφραγκα | ||
γενική | των | φραγκοδίφραγκων | ||
αιτιατική | τα | φραγκοδίφραγκα | ||
κλητική | φραγκοδίφραγκα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφραγκοδίφραγκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) κέρματα αξίας μίας ή/και δύο δραχμών
- κέρματα ενός ή/και δύο ευρώ
- (μεταφορικά) χρηματικό ποσό σε κέρματα
- είχα περίπου εκατό ευρώ σε φραγκοδίφραγκα
- (μεταφορικά, μειωτικό) χρηματικό ποσό ευτελούς αξίας σε σχέση με το απαιτούμενο
- δεν μπορείς να αγοράσεις σπίτι με φραγκοδίφραγκα
Επίρρημα
επεξεργασία- (αργκό): επεξηγηματικά, αναλυτικά
- για κάν’ το φραγκοδίφραγκα! (= για επεξήγησε)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φραγκοδίφραγκα
|