Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φραγκοδίφραγκα
      γενική των φραγκοδίφραγκων
    αιτιατική τα φραγκοδίφραγκα
     κλητική φραγκοδίφραγκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραγκοδίφραγκα < φράγκο + δίφραγκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραγκοδίφραγκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (παρωχημένο) κέρματα αξίας μίας ή/και δύο δραχμών
  2. κέρματα ενός ή/και δύο ευρώ
  3. (μεταφορικά) χρηματικό ποσό σε κέρματα
    είχα περίπου εκατό ευρώ σε φραγκοδίφραγκα
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) χρηματικό ποσό ευτελούς αξίας σε σχέση με το απαιτούμενο
    δεν μπορείς να αγοράσεις σπίτι με φραγκοδίφραγκα

  Επίρρημα επεξεργασία

  1. (αργκό): επεξηγηματικά, αναλυτικά
    για κάν’ το φραγκοδίφραγκα! (= για επεξήγησε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία