πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραχμή οι δραχμές
      γενική της δραχμής των δραχμών
    αιτιατική τη δραχμή τις δραχμές
     κλητική δραχμή δραχμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κέρματα δραχμών του σύγχρονου ελληνικού κράτους

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δραχμή θηλυκό (νόμισμα)

  1. (νόμισμα) ένα από τα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου ισοδύναμο με έξι οβολούς
  2. το επίσημο νόμισμα της Ελλάδας από το 1832 μέχρι το 2002, οπότε αντικαταστάθηκε από το ευρώ, με κωδικό GRD σύμφωνα με το ISO 4217

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δραχμή αἱ δραχμαί
      γενική τῆς δραχμῆς τῶν δραχμῶν
      δοτική τῇ δραχμ ταῖς δραχμαῖς
    αιτιατική τὴν δραχμήν τὰς δραχμᾱ́ς
     κλητική ! δραχμή δραχμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δραχμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δραχμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρχαία δραχμή που απεικονίζει τον Αντίοχο Ζ΄ Σιδήτης

Ετυμολογία

επεξεργασία

δραχμή < συνήθως συνδέεται με μεταπτωτική βαθμίδα για τη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derk- / *dergh- (πιάνω, δείτε και το ρήμα δράττομαι).[1] οπότε θα σήμαινε «κάτι που κρατάει κάποιος στο χέρι».
Κατά τον Beekes,[2] προελληνικής προέλευσης.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.