δραχμοφονιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδραχμοφονιάς αρσενικό
- αυτός που δεν διστάζει να κάνει αναξιοπρεπείς ή ανέντιμες πράξεις για το χρήμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δραχμοφονιάς
|