↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραχμοφονιάς οι δραχμοφονιάδες
      γενική του δραχμοφονιά των δραχμοφονιάδων
    αιτιατική τον δραχμοφονιά τους δραχμοφονιάδες
     κλητική δραχμοφονιά δραχμοφονιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δραχμοφονιάς < δραχμή + φονιάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δραχμοφονιάς αρσενικό

  • αυτός που δεν διστάζει να κάνει αναξιοπρεπείς ή ανέντιμες πράξεις για το χρήμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία