Δείτε επίσης: πεντόδραχμος, πεντέδραχμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάδραχμος η πεντάδραχμη το πεντάδραχμο
      γενική του πεντάδραχμου της πεντάδραχμης του πεντάδραχμου
    αιτιατική τον πεντάδραχμο την πεντάδραχμη το πεντάδραχμο
     κλητική πεντάδραχμε πεντάδραχμη πεντάδραχμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάδραχμοι οι πεντάδραχμες τα πεντάδραχμα
      γενική των πεντάδραχμων των πεντάδραχμων των πεντάδραχμων
    αιτιατική τους πεντάδραχμους τις πεντάδραχμες τα πεντάδραχμα
     κλητική πεντάδραχμοι πεντάδραχμες πεντάδραχμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάδραχμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντάδραχμος (αξίας πέντε δραχμών). Μορφολογικά αναλύεται σε πεντά- + -δραχμος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /penˈða.dɾax.mos/ και σε γρήγορο λόγο /peˈða.dɾax.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντά‐δραχ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: πεν‐τά‐δρα‐χμος

  Επίθετο

επεξεργασία

πεντάδραχμος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πέντε και δραχμή

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πεντάδραχμος τὸ πεντάδραχμον
      γενική τοῦ/τῆς πενταδράχμου τοῦ πενταδράχμου
      δοτική τῷ/τῇ πενταδράχμ τῷ πενταδράχμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πεντάδραχμον τὸ πεντάδραχμον
     κλητική ! πεντάδραχμε πεντάδραχμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πεντάδραχμοι τὰ πεντάδραχμ
      γενική τῶν πενταδράχμων τῶν πενταδράχμων
      δοτική τοῖς/ταῖς πενταδράχμοις τοῖς πενταδράχμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πενταδράχμους τὰ πεντάδραχμ
     κλητική ! πεντάδραχμοι πεντάδραχμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πενταδράχμω τὼ πενταδράχμω
      γεν-δοτ τοῖν πενταδράχμοιν τοῖν πενταδράχμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάδραχμος < πεντά- + -δραχμος

  Επίθετο

επεξεργασία

πεντάδραχμος, -ος, -ον

  1. που έχει αξία πέντε δραχμών
  2. που έχει βάρος αξίας πέντε δραχμών (ανά μέδιμνο [1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πέντε και δραχμή

  1. πεντέδραχμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.