Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντόδραχμο τα πεντόδραχμα
      γενική του πεντόδραχμου των πεντόδραχμων
    αιτιατική το πεντόδραχμο τα πεντόδραχμα
     κλητική πεντόδραχμο πεντόδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντόδραχμο < πεντάδραχμο, με εισαγωγή ενθήματος πεντ- + -ό- πεντό- όπως τα περισσότερα σύνθετα + -δραχμο [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈðo.dɾax.mo/ και σε γρήγορο λόγο /peˈðo.dɾax.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντό‐δραχ‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντόδραχμο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πεντάδραχμος, πέντε και δραχμή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία