Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μέδιμνος οι μέδιμνοι
      γενική του μέδιμνου
μεδίμνου
των μέδιμνων
μεδίμνων
    αιτιατική τον μέδιμνο τους μέδιμνους
μεδίμνους
     κλητική μέδιμνε μέδιμνοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέδιμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέδιμνος < μέδω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέδιμνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέδιμνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέδιμνος αρσενικό (θηλυκό, μόνον σε varia lectio)

  • (μονάδα μέτρησης) μέτρο χωρητικότητας στερεών και ειδικά του σιταριού ο οποίος αντιστοιχούσε (ο αττικός και ο σικελικός) στα 52 λίτρα, με τρεις υποδιαιρέσεις -περίπου 1/3 του σημερινού λίτρου η μικρότερη. Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. αντιστοιχούσε σε σημερινά 58 λίτρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία