μέδιμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μέδιμνος | οι | μέδιμνοι |
γενική | του | μέδιμνου & μεδίμνου |
των | μέδιμνων & μεδίμνων |
αιτιατική | τον | μέδιμνο | τους | μέδιμνους & μεδίμνους |
κλητική | μέδιμνε | μέδιμνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέδιμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέδιμνος < μέδω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέδιμνος αρσενικό
- (μονάδα μέτρησης, ιστορία) ο αρχαίος μέδιμνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μέδιμνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέδιμνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέδιμνος αρσενικό (θηλυκό, μόνον σε varia lectio)
- (μονάδα μέτρησης) μέτρο χωρητικότητας στερεών και ειδικά του σιταριού ο οποίος αντιστοιχούσε (ο αττικός και ο σικελικός) στα 52 λίτρα, με τρεις υποδιαιρέσεις -περίπου 1/3 του σημερινού λίτρου η μικρότερη. Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. αντιστοιχούσε σε σημερινά 58 λίτρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μέδιμνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέδιμνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.