πεντακοσιομέδιμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεντακοσιομέδιμνος | οι | πεντακοσιομέδιμνοι |
γενική | του | πεντακοσιομέδιμνου & πεντακοσιομεδίμνου |
των | πεντακοσιομέδιμνων & πεντακοσιομεδίμνων |
αιτιατική | τον | πεντακοσιομέδιμνο | τους | πεντακοσιομέδιμνους & πεντακοσιομεδίμνους |
κλητική | πεντακοσιομέδιμνε | πεντακοσιομέδιμνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεντακοσιομέδιμνος < αρχαία ελληνική πεντακοσιομέδιμνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντακοσιομέδιμνος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: πεντακοσιομέδιμνοι)
- (ιστορία) Αθηναίος πολίτης ιδιοκτήτης γης που αποφέρει τουλάχιστον πεντακόσιους μεδίμνους ετησίως, μέλος της ανώτερης τάξης (πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι / ιππείς, διακοσιομέδιμνοι / ζευγίτες, θήτες), όπως ορίστηκε με την σολώνια μεταρρύθμιση τον 6ο αιώνα π.Χ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεντακοσιομέδιμνος
|