Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετησίως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετησίως
<
ελληνιστική κοινή
ἐτησίως
<
αρχαία ελληνική
ἐτήσιος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.tiˈsi.os
/
Επίρρημα
επεξεργασία
ετησίως
σε
ετήσια
βάση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετησίως
αγγλικά
:
yearly
(en)
·
ετησίως και διαρκώς
:
all year round
(en)
γαλλικά
:
annuellement
(fr)