λίτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίτρα | οι | λίτρες |
γενική | της | λίτρας | των | λιτρών |
αιτιατική | τη | λίτρα | τις | λίτρες |
κλητική | λίτρα | λίτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίτρα < μεσαιωνική ελληνική λίτρα < αρχαία ελληνική λίτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λίτρα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλίτρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λίτρο
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίτρα < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίτρα θηλυκό
- μονάδα βάρους (που κυμαίνεται ανάλογα με την εποχή και περιοχή από 319-450 γραμμάρια περίπου)
- μονάδα μέτρησης επιφάνειας γης (το 1/40 του μοδίου)
- αργυρό βενετικό νόμισμα (1/6 του δουκάτου)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λίτρᾱ | αἱ | λίτραι |
γενική | τῆς | λίτρᾱς | τῶν | λιτρῶν |
δοτική | τῇ | λίτρᾳ | ταῖς | λίτραις |
αιτιατική | τὴν | λίτρᾱν | τὰς | λίτρᾱς |
κλητική ὦ! | λίτρᾱ | λίτραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίτρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λίτραιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίτρα < → λείπει η ετυμολογία Συγγενές με το (λατινικά) libra
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίτρα θηλυκό