ουγγιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουγγιά | οι | ουγγιές |
γενική | της | ουγγιάς | των | ουγγιών |
αιτιατική | την | ουγγιά | τις | ουγγιές |
κλητική | ουγγιά | ουγγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ουγγιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγγία/οὐγκία με συνίζηση < λατινική uncia[1] < unus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /uŋˈɟa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουγ‐γιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουγγιά θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) μάζας κυρίως για την μέτρηση του χρυσού και αντιστοιχεί σε 1/12 ή 1/16 της ευγενούς ή κοινής λίβρας αντιστοίχως (31,10 ή 28,32 γραμμάρια)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ουγγιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ουγγιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας