οὐγκία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οὐγκίᾱ | αἱ | οὐγκίαι |
γενική | τῆς | οὐγκίᾱς | τῶν | οὐγκιῶν |
δοτική | τῇ | οὐγκίᾳ | ταῖς | οὐγκίαις |
αιτιατική | τὴν | οὐγκίᾱν | τὰς | οὐγκίᾱς |
κλητική ὦ! | οὐγκίᾱ | οὐγκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐγκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οὐγκίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐγκία < (άμεσο δάνειο) λατινική uncia → και δείτε περισσότερα στο οὐγγία (αρχαία και μεσαιωνικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὐγκία
- (μονάδα μέτρησης): άλλη μορφή του οὐγγία: η ουγκιά / ουγγιά
Παράγωγα
επεξεργασίαμε οὐγκ-
Πηγές
επεξεργασία- οὐγκία, οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.