Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγκιασμός οἱ οὐγκιασμοί
      γενική τοῦ οὐγκιασμοῦ τῶν οὐγκιασμῶν
    αιτιατική τὸν οὐγκιασμόν τοὺς οὐγκιασμούς
     κλητική ! οὐγκιασμέ οὐγκιασμοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐγκιασμός < οὐγκία + .. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐγκιασμός αρσενικό

  • ο υπολογισμός με οὐγκίες, δωδεκατημόρια (ουγγιές)
    ※  Ιουστινιάνειος Κώδικας, Novellae (Const. Novellae) 107.1. στον πληθυντικό, μετάφραση στα ελληνικά [1] Theophili Paraphrasis Graeca in juris civilis Institutiones, 1610)
    οὐγκιασμοί (Χρειάζεται βοήθεια στην ανάγνωση)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγκιασμός οἱ οὐγκιασμοί
      γενική τοῦ οὐγκιασμοῦ τῶν οὐγκιασμῶν
      δοτική τῷ οὐγκιασμ τοῖς οὐγκιασμοῖς
    αιτιατική τὸν οὐγκιασμόν τοὺς οὐγκιασμούς
     κλητική ! οὐγκιασμέ οὐγκιασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐγκιασμώ
γεν-δοτ τοῖν  οὐγκιασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐγκιασμός < οὐγκία + .. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐγκιασμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται έλεγχος χρονολόγησης έως τον 6ο αιώνα.)

  Πηγές επεξεργασία