οὐγκιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοὐγκιαῖος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που ζυγίζει μια ουγκιά
- → χρειάζεται παράθεμα Sophron comicus, Supplementum comicum, σελ.125
Παράγωγα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη οὐγγία
Πηγές
επεξεργασία- οὐγγία (& οὐγκιαῖος) - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .