ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική οὐγκιαῖος οὐγκιαί τὸ οὐγκιαῖον
      γενική τοῦ οὐγκιαίου τῆς οὐγκιαίᾱς τοῦ οὐγκιαίου
      δοτική τῷ οὐγκιαί τῇ οὐγκιαί τῷ οὐγκιαί
    αιτιατική τὸν οὐγκιαῖον τὴν οὐγκιαίᾱν τὸ οὐγκιαῖον
     κλητική ! οὐγκιαῖε οὐγκιαί οὐγκιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ οὐγκιαῖοι αἱ οὐγκιαῖαι τὰ οὐγκιαῖ
      γενική τῶν οὐγκιαίων τῶν οὐγκιαίων τῶν οὐγκιαίων
      δοτική τοῖς οὐγκιαίοις ταῖς οὐγκιαίαις τοῖς οὐγκιαίοις
    αιτιατική τοὺς οὐγκιαίους τὰς οὐγκιαίᾱς τὰ οὐγκιαῖ
     κλητική ! οὐγκιαῖοι οὐγκιαῖαι οὐγκιαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ οὐγκιαίω τὼ οὐγκιαί τὼ οὐγκιαίω
      γεν-δοτ τοῖν οὐγκιαίοιν τοῖν οὐγκιαίαιν τοῖν οὐγκιαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐγκιαῖος < οὐγκί(α) < οὐγγία (< λατινική uncia) + -αῖος

  Επίθετο

επεξεργασία

οὐγκιαῖος, -α, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οὐγγία