οὐγγία
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐγγία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγγία < λατινική uncia < unus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὐγγία θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) η ουγγιά
- (μονάδα βάρους) το δωδεκατημόριο της λίτρας
- (μεταφορικά) πολύ μικρή ποσότητα
- μονάδα μέτρησης βάρους νομισμάτων
- μονάδα μέτρησης επιφανειών
- (για κληρονομιά μερίδιο του ενός δωδεκάτου (1/12) της κληρονομικής περιουσίας
- (μονάδα βάρους) το δωδεκατημόριο της λίτρας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οὐγγιάζω
- οὐγκιασμός (⌘Just. Nov. 107.1. στον πληθυντικό)
Πηγές
επεξεργασία- ουγγία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- οὐγγία, οὐγκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οὐγγίᾱ | αἱ | οὐγγίαι |
γενική | τῆς | οὐγγίᾱς | τῶν | οὐγγιῶν |
δοτική | τῇ | οὐγγίᾳ | ταῖς | οὐγγίαις |
αιτιατική | τὴν | οὐγγίᾱν | τὰς | οὐγγίᾱς |
κλητική ὦ! | οὐγγίᾱ | οὐγγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐγγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οὐγγίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐγγία, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη όπως χρησιμοποιούσαν τη λέξη οι Έλληνες της Σικελίας < (άμεσο δάνειο) λατινική uncia < unus [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὐγγία, -ας θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) η ρωμαϊκή uncia (ουγγιά), το δωδεκατημόριο εκείνου που μετριέται
- → χρειάζεται παράθεμα ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἀπόσπασμα 510
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οὐγκιαῖος
- οὐγκιασμός (⌘Just. Nov. 107.1.)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ουγκιά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- οὐγγία, οὐγκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.