λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγγία αἱ οὐγγίαι
      γενική τῆς οὐγγίας τῶν οὐγγιῶν
    αιτιατική τὴν οὐγγίαν τὰς οὐγγίας
     κλητική ! οὐγγία οὐγγίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὐγγία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγγί αἱ οὐγγίαι
      γενική τῆς οὐγγίᾱς τῶν οὐγγιῶν
      δοτική τῇ οὐγγί ταῖς οὐγγίαις
    αιτιατική τὴν οὐγγίᾱν τὰς οὐγγίᾱς
     κλητική ! οὐγγί οὐγγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐγγί
γεν-δοτ τοῖν  οὐγγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐγγία, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη όπως χρησιμοποιούσαν τη λέξη οι Έλληνες της Σικελίας < (άμεσο δάνειο) λατινική uncia < unus [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὐγγία, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ουγκιά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.