Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δωδεκατημόριο τα δωδεκατημόρια
      γενική του δωδεκατημορίου
δωδεκατημόριου
των δωδεκατημορίων
    αιτιατική το δωδεκατημόριο τα δωδεκατημόρια
     κλητική δωδεκατημόριο δωδεκατημόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωδεκατημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δωδεκατημόριον < (δωδέκατος) δωδεκατη- + μόριοv (μόριο) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.ðe.ka.tiˈmo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δω‐δε‐κα‐τη‐μό‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δωδεκατημόριο ουδέτερο

  1. (μαθηματικά) το 1/12
  2. (οικονομία) τα έσοδα ενός μηνός του προϋπολογισμού

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία