uncia
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- uncia < unus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαuncia θηλυκό
- δωδεκατημόριο, το 1/12
- ουγγιά
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uncia | unciae |
γενική | unciae | unciārum |
δοτική | unciae | unciīs |
αιτιατική | unciam | unciās |
κλητική | uncia | unciae |
αφαιρετική | unciā | unciīs |