λίβρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίβρα | οι | λίβρες |
γενική | της | λίβρας | των | λιβρών |
αιτιατική | τη | λίβρα | τις | λίβρες |
κλητική | λίβρα | λίβρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλίβρα θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης, παρωχημένο) μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ή της μάζας κάποιου πράγματος