φούντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούντι | τα | φούντια |
γενική | του | φουντιού | των | φουντιών |
αιτιατική | το | φούντι | τα | φούντια |
κλητική | φούντι | φούντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συγκρίνετε με την κλίση του λόγιου φούντιον. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfun.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐ντι
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- φούντι < (άμεσο δάνειο) ιταλική σημασία: βάθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φούντι ουδέτερο
- κάθε σανίδα στον πάτο ενός βαρελιού[1]
- (ιδιωματικό, παρωχημένο, ενδυμασία) παραδοσιακή φορεσιά που αποτελείται από φουστάνι ή / και πουκάμισο με κεντημένα μανίκια και άλλα στοιχεία
- ※ Η ενδυμασία έχει στοιχεία από το φούντι της Μεσογείτισσας με το χαρακτηριστικό πουκάμισο με το κέντημα στο κάτω μέρος και τα κεντημένα μανίκια του τζάκου. (http://okeanis.lib2.uniwa.gr)
- ※ Φούντι: Η πρώτη φορεσιά των Μεγάρων. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η φορεσιά διαφοροποιούνταν ανάλογα την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η πλουσιότερη νύφη φορούσε το “φούντι”, ένα φουστάνι με κεντημένα μανίκια από ακριβοπληρωμένες κεντήστρες, στο κεφάλι ένα φέσι με παράδες (νομίσματα) και στο στήθος κωνσταντινάτα ή χρυσά φλουριά. Το ”φούντι” αποτελείται από το φουστάνι που υπάρχει και στα “κατηφένια”, τα μεσοφόρια, ένα πουκάμισο με κεντημένα μανίκια, το κοντοζίπουνο, την τραχηλιά που καλύπτει το στήθος που είναι από χρωματιστό πανί και μια χρωματιστή κοφτή ποδιά με στρογγυλεμένες γωνίες. (https://pamemegara.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σανίδα βαρελιού
|
παραδοσιακό ένδυμα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φούντι ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, δημοτική, παρωχημένο) μονάδα μέτρησης μάζας, που ισούται με τη γερμανική λίβρα ή λίμπρα που ισοδυναμούσε με μισό κιλό
- → δείτε τη λέξη φούντιον (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)