κιλό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιλό | τα | κιλά |
γενική | του | κιλού | των | κιλών |
αιτιατική | το | κιλό | τα | κιλά |
κλητική | κιλό | κιλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακιλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική kilo, σύντμηση του kilogramme (χιλιόγραμμο) < χιλιό-< χίλια + -γραμμο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐λό
- ομόηχο: κυλώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιλό ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης) το χιλιόγραμμο, μονάδα μέτρησης της μάζας, που χρησιμοποιείται όμως στη καθημερινή ζωή ως μονάδα του βάρους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κιλό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κιλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας