χίλια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χίλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χίλια, ουδέτερο του χίλιοι
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
χίλια
- (απόλυτο αριθμητικό) εκατό φορές το δέκα, 1.000
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χίλια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χίλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χίλιοι
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
χίλια
- (απόλυτο αριθμητικό) το χίλια