κυλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυλῶ → και δείτε τη λέξη κυλάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐λώ
- ομόηχο: κιλό
Ρήμα
επεξεργασίακυλώ
- παλιότερη μορφή του κυλάω