Ετυμολογία

επεξεργασία
κυλάω < κυλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυλῶ < αρχαία ελληνική κυλίω με βάση το συνοπτικό θέμα κυλισ- [1] με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐λά‐ω

κυλάω/κυλώ, αόρ.: κύλησα, παθ.φωνή: κυλιέμαι, π.αόρ.: κυλίστηκα, μτχ.π.π.: κυλισμένος

  1. (αμετάβατο) κινούμαι ομαλά πάνω σε μια διαδρομή εκτελώντας περιστροφική κίνηση
    ⮡  καθώς οι τροχοί του αυτοκινήτου αρχίζουν να περιστρέφονται, η τριβή με την επιφάνεια του δρόμου κάνει το αυτοκίνητο να κυλήσει προς τα εμπρός
     συνώνυμα: τσουλώ, ρολάρω
  2. (αμετάβατο, για υγρά) κινούμαι ομαλά από ένα υψηλότερο σημείο προς ένα χαμηλότερο, ρέω
    ⮡  τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του
    ⮡  το ποτάμι κυλάει
  3. (αμετάβατο, μεταφορικά, για το χρόνο) περνώ
    ⮡  τα χρόνια κυλούν
  4. (μεταβατικό) κάνω κάτι να κυλήσει
  • ※  Έπαιρνε μεγάλες πέτρες και τις κύλαγε στο γκρεμό αφηρημένα, προσπαθώντας ν' ακούσει το θόρυβο που θα 'καναν πέφτοντας στη θάλασσα. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]
  1. → δείτε και το παθητικό κυλιέμαι

Συγγενικά

επεξεργασία

από το κυλίω [2]

και από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **kʷel-

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κυλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Όροι με κυλίω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)